νεφρί

νεφρί
το (Α νεφρίον, Μ νεφρί)
νεοελλ.-μσν.
ο νεφρός
αρχ.
1. μικρός νεφρός
2. το φυτό ελαφόβοσκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί-ον, υποκορ. τού νεφρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεφρίτης — νεφρί̱της , νεφρίτης masc nom sg νεφρί̱της , νεφρῖτις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφρίτισιν — νεφρί̱τισιν , νεφρῖτις fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нефри́т — 1) а, м. Поделочный камень, разнообразный по цвету (от молочно белого, зеленоватого до темно зеленого), с глубокой древности употреблявшийся для изготовления орудий, украшений и т. д. [От греч. νεφρος почка] 2) а, м. мед. Воспаление почек.… …   Малый академический словарь

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — νεφρός, ο και νεφρό, το και νεφρί, το το καθένα από τα δύο ουροποιητικά όργανα του ανθρώπινου σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”